Αρθρο του Θέμη Αχτσιόγλου
Οι απόψεις που ακολουθούν δεν διεκδικούν πρωτοτυπία ούτε βέβαια το αλάθητο. Αν εκφέρονται δημόσια, είναι επειδή:
α) ένα κρίσιμο ζήτημα που απασχολεί την πολιτεία κανένας πολίτης δεν έχει δικαίωμα να μένει ουδέτερος ή αδιάφορος. Οφείλει να ενημερώνεται σωστά, να διαμορφώνει υπεύθυνα άποψη και να παίρνει καθαρή θέση. Τούτο βέβαια ισχύει ακόμη περισσότερο για τα πολιτικά κόμματα, τα οποία δεν πρέπει να προσεγγίζουν τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής με μικροκομματικά κριτήρια ούτε να αποφεύγουν για ψηφοθηρικούς λόγους να διατυπώσουν με ειλικρίνεια και σαφήνεια τις θέσεις τους.
β) Ο δημόσιος διάλογος, στον οποίο είναι απαραίτητο να ακούγονται ισότιμα όλες οι απόψεις, πρέπει να αναπτύσσεται με γνώση, νηφαλιότητα ....
και επιχειρήματα και όχι με στερεότυπα, συνωμοσιολογικές θεωρίες, κραυγές και αναθέματα.
γ) Η υπεράσπιση της πατρίδας είναι πολύ σοβαρή υπόθεση, για να αφεθεί στα χέρια των εθνικιστών, των φασιστών, των πατριδοκάπηλων και ακραίων κύκλων της Εκκλησίας. Και φυσικά δεν εννοούνται εδώ οι απλοί πολίτες που, ωθούμενοι από πατριωτικά αισθήματα αλλά συχνά παραπληροφορημένοι, εκφράζουν πραγματική αγωνία, αλλά εκείνοι που, καπηλευόμενοι τα αισθήματα αυτά, επιδιώκουν να κυριαρχήσει ο φανατισμός, η μισαλλοδοξία και η οπισθοδρόμηση, εκείνοι που έκτισαν πολιτικές καριέρες με αφορμή το «Μακεδονικό», εκείνοι που από τη μια ορκίζονταν υποκριτικά στη «μία και ελληνική Μακεδονία» και από την άλλη πλούτιζαν την περίοδο του εμπάργκο.
δ) Η ιστορία διδάσκει πως πάντοτε ο υπερπατριωτισμός και «τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» για το έθνος και την Ελλάδα οδήγησαν σε ταπεινωτικές ήττες και εθνικές συμφορές.
Με προαπαιτούμενο τις παραπάνω γενικές σκέψεις,μπορούν να διατυπωθούν επιγραμματικά οι ακόλουθες θέσεις για το «Μακεδονικό ζήτημα»:
1) Ιστορικά, ο όρος «Μακεδονία» αναφέρεται στο βασίλειο και τον πολιτισμό των αρχαίων Μακεδόνων, που αποτελούν κομμάτι της ελληνικής ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η ιστορία της αρχαίας Μακεδονίας συνδέεται με την Ελλάδα και δεν μπορεί να συσχετιστεί με κανένα άλλο σύγχρονο κράτος. Δεν υπάρχει κανένας σοβαρός ιστορικός σε όλο τον κόσμο, που να συνδέει την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) με τον Μέγα Αλέξανδρο.
2) Γεωγραφικά, ο όρος «Μακεδονία», όπως ορίστηκε το 1878 στο Συνέδριο του Βερολίνου, αναφέρεται σε μια ευρύτερη περιοχή, -που μάλιστα στη διάρκεια των χρόνων τα όριά της μεταβάλλονταν,- η οποία εκτείνεται στο σημερινό έδαφος της Ελλάδας, της ΠΓΔΜ, της Βουλγαρίας και της Αλβανίας, Στην περιοχή αυτή από τον 6ο έως τον 14ο αιώνα μ.Χ. εγκαταστάθηκαν Σλάβοι και άλλοι λαοί, που όλοι τους ονομάζονταν Μακεδόνες αλλά αυτοπροσδιορίζονταν φυλετικά ή θρησκευτικά.
3) Πριν από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η περιοχή και η πληθυσμοί της Μακεδονίας αποτέλεσαν το μήλο της έριδας για τα γειτονικά κράτη. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913,τα εδάφη της μείζονος Μακεδονίας μοιράστηκαν μεταξύ της Ελλάδας (51%), της Σερβίας (39%) και της Βουλγαρίας (9%). Επομένως το σύνθημα «Η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική» είναι ανακριβές, πέρα από το ότι δημιουργεί την εσφαλμένη εντύπωση ότι η Ελλάδα έχει επεκτατικές βλέψεις σε βάρος των γειτόνων της.
4) Το 1991 η «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας», πρώην ομόσπονδη συνιστώσα της Γιουγκοσλαβίας, ανακήρυξε την ανεξαρτησία της, βασίζοντας την ύπαρξη της ως ανεξάρτητο κράτος στην έννοια του «μακεδονικού έθνους», η οποία από το 1944 καλλιεργήθηκε συστηματικά στη γειτονική χώρα με παραποίηση ιστορικών στοιχείων για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Η ιδέα όμως της αρχαίας καταγωγής των σλαβόφωνων της Μακεδονίας δεν γεννήθηκε από το μηδέν το 1944: είχε προωθηθεί από την ελληνική προπαγάνδα στα τέλη του 19ου αιώνα, προκειμένου να απομακρύνει τους πληθυσμούς αυτούς από το βουλγαρικό εθνικιστικό κίνημα.
5) Το 1992 το Συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών αποφάσισε ότι η Ελλάδα δεν αναγνωρίζει κράτος με το όνομα Μακεδονία ή παράγωγά του. Η αδιάλλακτη αυτή θέση, προϊόν μαξιμαλισμού και φοβικής συμπεριφοράς απέναντι στην ακροδεξιά και τους εθνικιστές, που είχε ως συνέπεια την απόρριψη του «πακέτου Πινέιρο», οδήγησε σε αδιέξοδο και την Ελλάδα σε απομόνωση, με τις απόψεις της να μη γίνονται κατανοητές από τη διεθνή κοινότητα. Έτσι μέχρι σήμερα περισσότερα από 140 κράτη (και ανάμεσά τους οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η Κίνα) έχουν αναγνωρίσει το γειτονικό μας κράτος ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» (σκέτο), ενώ μόνοι εμείς συνεχίζουμε να τοαποκαλούμε με το όνομα της πρωτεύουσάς του «Σκόπια». Η κατάσταση αυτή κάθε μέρα που περνάει παγιώνεται όλο και περισσότερο, ενισχύει τα κεκτημένα και δημιουργεί νέα δυσμενή δεδομένα.
6)Το 1993 η ΠΓΔΜ έγινε δεκτή στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνώνμε αυτήν την προσωρινή ονομασία, μέχρις ότου βρεθεί μια συμφωνημένη λύση με την Ελλάδα. Η προσωρινή ονομασία όμως, όπως αντιλαμβάνεται καθένας που δεν θέλει να στρουθοκαμηλίζει, περιέχει ατόφιο το όνομα «Μακεδονία».
7)Το 1995, η Ελλάδα και η ΠΓΔΜ συνομολόγησαν μια Ενδιάμεση Συμφωνία, η οποία επέβαλε έναν δεσμευτικό «κώδικα συμπεριφοράς» των δύο κρατών. Με τη Συμφωνία αυτή η Ελλάδα και επίσημα αποδέχτηκε να υπάρχει ο όρος «Μακεδονία» στην (έστω προσωρινή) ονομασία του γειτονικού κράτους.
8) Το ζήτημα του ονόματος της γειτονικής χώρας είναι ένα πρόβλημα που ταλανίζει για χρόνια την ελληνική εξωτερική πολιτική και δυσκολεύει τη θέση της Ελλάδας στον διεθνή χώρο. Επιπλέον αποτελεί αφορμή να καλλιεργείται από εθνικιστικούς κύκλους ένα κλίμα φανατισμού εχθρότητας και καχυποψίας ανάμεσα στα δύο κράτη και τους λαούς τους, που έβλαψε και συνεχίζει να βλάπτει και τους δύο.
9) Η ΠΓΔΜ με την Ενδιάμεση Συμφωνία αλλά και με την ένταξή της στον ΟΗΕ έχει δεσμευθεί ότι δεν θέτει θέμα αλλαγής των συνόρων. Άλλωστε, η εθνολογική ομοιογένεια της ελληνικής Μακεδονίας που προέκυψε μετά την μικρασιατική καταστροφή και τις μεταγενέστερες εξελίξεις αλλά και τα μεγέθη και η ιστορική δύναμη των δύο κρατών (Ελλάδας και ΠΓΔΜ) καθιστούν κάθε τυχόν αναφορά σε ζητήματα επεκτατισμού σε βάρος της χώρας μαςμη σοβαρή.
10) Οκατακερματισμός και οι εθνικιστικοί και οικονομικοί ανταγωνισμοί στα Βαλκάνια δεν συμφέρουν σε κανέναν. Αντίθετα υπάρχει ανάγκη σταθερότητας, καλών σχέσεων και συνεργασίας μεταξύ των κρατών της Βαλκανικής, μιας περιοχή που υπέφερε από αιματηρούς πολέμους και εθνοτικές διενέξεις για πολλά χρόνια, Ιδιαίτερα η σταθεροποίηση της ΠΓΔΜ. η φιλία και η στενή συνεργασία της με την Ελλάδα έχει καίρια σημασία για τη χώρα μας. Τυχόν κατάρρευσή της θα έχει ως πιθανότερο αποτέλεσμα το μοίρασμα των εδαφών της και τη διαμόρφωση της «μεγάλης Αλβανίας» και της «μεγάλης Βουλγαρίας». Αν τυχόν συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρόκειται για μια άκρως επικίνδυνη εξέλιξη για πολλούς λόγους, αλλά κυρίως γιατί θα ανοίξει το ζήτημα της αλλαγής συνόρων στα Βαλκάνια.
11) Με τα δεδομένα αυτά η εθνικά επωφελής αλλά και έντιμη λύση είναι η αποφασιστική και με αυτοπεποίθηση υιοθέτηση μιας σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό πριν από τη λέξη «Μακεδονία», που θα ισχύει έναντι όλων, για κάθε χρήση, εσωτερική και διεθνή (αυτή εξ άλλου ήταν και η θέση που υποστήριξε στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ, στο Βουκουρέστι το 2008, η τότε ελληνική κυβέρνηση, με συμφωνία σχεδόν όλων των κομμάτων). Επιπλέον βέβαια απαιτείται η αντιμετώπιση εκκρεμών ζητημάτων αλυτρωτισμού σε όλες του τις μορφές, με νομικές δεσμεύσεις και εγγυήσεις για καλή γειτονία και αλληλοσεβασμό των δύο κρατών, πράγμα που μπορεί να επιτευχθεί με μια διεθνή συμφωνία «υπερσυνταγματικής ισχύος».
12)Η συναινετική επίλυση των προβλημάτων με το γειτονικό μας κράτος θα ωφελήσει και τις δύο χώρες, θα ενισχύσει γεωπολιτικά την Ελλάδα και θα συμβάλει στη σταθερότητα, την ειρήνη και τη συνεργασία στην ευαίσθητη περιοχή των Βαλκανίων.
13) Η λύση του ονοματολογικού, -η οποία βέβαια δεν είναι δεδομένη,- δεν πρέπει να παραπεμφθεί ξανά στις ελληνικές καλένδες. Η συγκυρία σήμερα είναι περισσότερο ευνοϊκή από παλιότερα, επειδή:
α) Η μετριοπαθής κυβέρνηση της ΠΓΔΜ υπό τον Ζ.Ζάεφ, που έχει συγκρουστεί με τις αντιδημοκρατικές πρακτικές, τον εθνικισμό και την αρχαιόπληκτη ρητορεία της προηγούμενης κυβέρνησηςτου Ν. Γκρούεφσκι. θέλει πραγματικά να λύσει τη διαφορά με την Ελλάδα. Έχει βέβαια το δύσκολο έργο να πείσει τους πολίτες της χώρας της, που εδώ και πολλές δεκαετίες μεγάλωσαν και γαλουχήθηκαν ως Μακεδόνες, πως πρέπει να προσθέσουν στο εθνικό τους όνομα ένα δεύτερο συνθετικό.
β) Η ΠΓΔΜ επιθυμεί διακαώς να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Η αποδοχή της στους διεθνείς αυτούς οργανισμούς προϋποθέτει (προς το παρόν τουλάχιστον) τη σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας
γ) Το ΝΑΤΟ επείγεται να εντάξει το γειτονικό μας κράτος στη Συμμαχία. Οι ΗΠΑ, οι Βρυξέλλες, καθώς και μια σειρά ευρωπαϊκών κρατών, το καθένα για δικούς του λόγους, ενδιαφέρονται για τον τερματισμό της εκκρεμότητας και πιέζουν προς την κατεύθυνση αυτή.
δ) Στην Ελλάδα όλες τις αντιεθνικιστικές δυνάμεις, που τέμνουν οριζόντια το πολιτικό, δημοκρατικό σύστημα επιθυμούν τη λύση του προβλήματος στη βάση ενός έντιμου και αξιοπρεπούς και για τις δύο πλευρές συμβιβασμού.
Μια τέτοια συγκυρία ίσως να μην ξαναϋπάρξει, ενώ αυτοί που ενδιαφέρονται είναι βέβαιο ότι θα βρουν τρόπο να κάνουν τη δουλειά τους και χωρίς τη δική μας συναίνεση.
14) Έτσι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα, το κρίσιμο ερώτημα, στο οποίο πρέπει υπεύθυνα κάθε πολιτική δύναμη και κάθε Έλληνας πολίτης να απαντήσει είναι: Προτιμούμε μια σύνθετη ονομασία ή το σκέτο «Μακεδονία» για τη γειτονική μας χώρα;
Θέμης Αχτσιόγλου
Δικηγόρος
Οι απόψεις που ακολουθούν δεν διεκδικούν πρωτοτυπία ούτε βέβαια το αλάθητο. Αν εκφέρονται δημόσια, είναι επειδή:
α) ένα κρίσιμο ζήτημα που απασχολεί την πολιτεία κανένας πολίτης δεν έχει δικαίωμα να μένει ουδέτερος ή αδιάφορος. Οφείλει να ενημερώνεται σωστά, να διαμορφώνει υπεύθυνα άποψη και να παίρνει καθαρή θέση. Τούτο βέβαια ισχύει ακόμη περισσότερο για τα πολιτικά κόμματα, τα οποία δεν πρέπει να προσεγγίζουν τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής με μικροκομματικά κριτήρια ούτε να αποφεύγουν για ψηφοθηρικούς λόγους να διατυπώσουν με ειλικρίνεια και σαφήνεια τις θέσεις τους.
β) Ο δημόσιος διάλογος, στον οποίο είναι απαραίτητο να ακούγονται ισότιμα όλες οι απόψεις, πρέπει να αναπτύσσεται με γνώση, νηφαλιότητα ....
και επιχειρήματα και όχι με στερεότυπα, συνωμοσιολογικές θεωρίες, κραυγές και αναθέματα.
γ) Η υπεράσπιση της πατρίδας είναι πολύ σοβαρή υπόθεση, για να αφεθεί στα χέρια των εθνικιστών, των φασιστών, των πατριδοκάπηλων και ακραίων κύκλων της Εκκλησίας. Και φυσικά δεν εννοούνται εδώ οι απλοί πολίτες που, ωθούμενοι από πατριωτικά αισθήματα αλλά συχνά παραπληροφορημένοι, εκφράζουν πραγματική αγωνία, αλλά εκείνοι που, καπηλευόμενοι τα αισθήματα αυτά, επιδιώκουν να κυριαρχήσει ο φανατισμός, η μισαλλοδοξία και η οπισθοδρόμηση, εκείνοι που έκτισαν πολιτικές καριέρες με αφορμή το «Μακεδονικό», εκείνοι που από τη μια ορκίζονταν υποκριτικά στη «μία και ελληνική Μακεδονία» και από την άλλη πλούτιζαν την περίοδο του εμπάργκο.
δ) Η ιστορία διδάσκει πως πάντοτε ο υπερπατριωτισμός και «τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» για το έθνος και την Ελλάδα οδήγησαν σε ταπεινωτικές ήττες και εθνικές συμφορές.
Με προαπαιτούμενο τις παραπάνω γενικές σκέψεις,μπορούν να διατυπωθούν επιγραμματικά οι ακόλουθες θέσεις για το «Μακεδονικό ζήτημα»:
1) Ιστορικά, ο όρος «Μακεδονία» αναφέρεται στο βασίλειο και τον πολιτισμό των αρχαίων Μακεδόνων, που αποτελούν κομμάτι της ελληνικής ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η ιστορία της αρχαίας Μακεδονίας συνδέεται με την Ελλάδα και δεν μπορεί να συσχετιστεί με κανένα άλλο σύγχρονο κράτος. Δεν υπάρχει κανένας σοβαρός ιστορικός σε όλο τον κόσμο, που να συνδέει την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) με τον Μέγα Αλέξανδρο.
2) Γεωγραφικά, ο όρος «Μακεδονία», όπως ορίστηκε το 1878 στο Συνέδριο του Βερολίνου, αναφέρεται σε μια ευρύτερη περιοχή, -που μάλιστα στη διάρκεια των χρόνων τα όριά της μεταβάλλονταν,- η οποία εκτείνεται στο σημερινό έδαφος της Ελλάδας, της ΠΓΔΜ, της Βουλγαρίας και της Αλβανίας, Στην περιοχή αυτή από τον 6ο έως τον 14ο αιώνα μ.Χ. εγκαταστάθηκαν Σλάβοι και άλλοι λαοί, που όλοι τους ονομάζονταν Μακεδόνες αλλά αυτοπροσδιορίζονταν φυλετικά ή θρησκευτικά.
3) Πριν από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η περιοχή και η πληθυσμοί της Μακεδονίας αποτέλεσαν το μήλο της έριδας για τα γειτονικά κράτη. Μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913,τα εδάφη της μείζονος Μακεδονίας μοιράστηκαν μεταξύ της Ελλάδας (51%), της Σερβίας (39%) και της Βουλγαρίας (9%). Επομένως το σύνθημα «Η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική» είναι ανακριβές, πέρα από το ότι δημιουργεί την εσφαλμένη εντύπωση ότι η Ελλάδα έχει επεκτατικές βλέψεις σε βάρος των γειτόνων της.
4) Το 1991 η «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας», πρώην ομόσπονδη συνιστώσα της Γιουγκοσλαβίας, ανακήρυξε την ανεξαρτησία της, βασίζοντας την ύπαρξη της ως ανεξάρτητο κράτος στην έννοια του «μακεδονικού έθνους», η οποία από το 1944 καλλιεργήθηκε συστηματικά στη γειτονική χώρα με παραποίηση ιστορικών στοιχείων για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Η ιδέα όμως της αρχαίας καταγωγής των σλαβόφωνων της Μακεδονίας δεν γεννήθηκε από το μηδέν το 1944: είχε προωθηθεί από την ελληνική προπαγάνδα στα τέλη του 19ου αιώνα, προκειμένου να απομακρύνει τους πληθυσμούς αυτούς από το βουλγαρικό εθνικιστικό κίνημα.
5) Το 1992 το Συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών αποφάσισε ότι η Ελλάδα δεν αναγνωρίζει κράτος με το όνομα Μακεδονία ή παράγωγά του. Η αδιάλλακτη αυτή θέση, προϊόν μαξιμαλισμού και φοβικής συμπεριφοράς απέναντι στην ακροδεξιά και τους εθνικιστές, που είχε ως συνέπεια την απόρριψη του «πακέτου Πινέιρο», οδήγησε σε αδιέξοδο και την Ελλάδα σε απομόνωση, με τις απόψεις της να μη γίνονται κατανοητές από τη διεθνή κοινότητα. Έτσι μέχρι σήμερα περισσότερα από 140 κράτη (και ανάμεσά τους οι ΗΠΑ, η Ρωσία και η Κίνα) έχουν αναγνωρίσει το γειτονικό μας κράτος ως «Δημοκρατία της Μακεδονίας» (σκέτο), ενώ μόνοι εμείς συνεχίζουμε να τοαποκαλούμε με το όνομα της πρωτεύουσάς του «Σκόπια». Η κατάσταση αυτή κάθε μέρα που περνάει παγιώνεται όλο και περισσότερο, ενισχύει τα κεκτημένα και δημιουργεί νέα δυσμενή δεδομένα.
6)Το 1993 η ΠΓΔΜ έγινε δεκτή στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνώνμε αυτήν την προσωρινή ονομασία, μέχρις ότου βρεθεί μια συμφωνημένη λύση με την Ελλάδα. Η προσωρινή ονομασία όμως, όπως αντιλαμβάνεται καθένας που δεν θέλει να στρουθοκαμηλίζει, περιέχει ατόφιο το όνομα «Μακεδονία».
7)Το 1995, η Ελλάδα και η ΠΓΔΜ συνομολόγησαν μια Ενδιάμεση Συμφωνία, η οποία επέβαλε έναν δεσμευτικό «κώδικα συμπεριφοράς» των δύο κρατών. Με τη Συμφωνία αυτή η Ελλάδα και επίσημα αποδέχτηκε να υπάρχει ο όρος «Μακεδονία» στην (έστω προσωρινή) ονομασία του γειτονικού κράτους.
8) Το ζήτημα του ονόματος της γειτονικής χώρας είναι ένα πρόβλημα που ταλανίζει για χρόνια την ελληνική εξωτερική πολιτική και δυσκολεύει τη θέση της Ελλάδας στον διεθνή χώρο. Επιπλέον αποτελεί αφορμή να καλλιεργείται από εθνικιστικούς κύκλους ένα κλίμα φανατισμού εχθρότητας και καχυποψίας ανάμεσα στα δύο κράτη και τους λαούς τους, που έβλαψε και συνεχίζει να βλάπτει και τους δύο.
9) Η ΠΓΔΜ με την Ενδιάμεση Συμφωνία αλλά και με την ένταξή της στον ΟΗΕ έχει δεσμευθεί ότι δεν θέτει θέμα αλλαγής των συνόρων. Άλλωστε, η εθνολογική ομοιογένεια της ελληνικής Μακεδονίας που προέκυψε μετά την μικρασιατική καταστροφή και τις μεταγενέστερες εξελίξεις αλλά και τα μεγέθη και η ιστορική δύναμη των δύο κρατών (Ελλάδας και ΠΓΔΜ) καθιστούν κάθε τυχόν αναφορά σε ζητήματα επεκτατισμού σε βάρος της χώρας μαςμη σοβαρή.
10) Οκατακερματισμός και οι εθνικιστικοί και οικονομικοί ανταγωνισμοί στα Βαλκάνια δεν συμφέρουν σε κανέναν. Αντίθετα υπάρχει ανάγκη σταθερότητας, καλών σχέσεων και συνεργασίας μεταξύ των κρατών της Βαλκανικής, μιας περιοχή που υπέφερε από αιματηρούς πολέμους και εθνοτικές διενέξεις για πολλά χρόνια, Ιδιαίτερα η σταθεροποίηση της ΠΓΔΜ. η φιλία και η στενή συνεργασία της με την Ελλάδα έχει καίρια σημασία για τη χώρα μας. Τυχόν κατάρρευσή της θα έχει ως πιθανότερο αποτέλεσμα το μοίρασμα των εδαφών της και τη διαμόρφωση της «μεγάλης Αλβανίας» και της «μεγάλης Βουλγαρίας». Αν τυχόν συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρόκειται για μια άκρως επικίνδυνη εξέλιξη για πολλούς λόγους, αλλά κυρίως γιατί θα ανοίξει το ζήτημα της αλλαγής συνόρων στα Βαλκάνια.
11) Με τα δεδομένα αυτά η εθνικά επωφελής αλλά και έντιμη λύση είναι η αποφασιστική και με αυτοπεποίθηση υιοθέτηση μιας σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό πριν από τη λέξη «Μακεδονία», που θα ισχύει έναντι όλων, για κάθε χρήση, εσωτερική και διεθνή (αυτή εξ άλλου ήταν και η θέση που υποστήριξε στη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ, στο Βουκουρέστι το 2008, η τότε ελληνική κυβέρνηση, με συμφωνία σχεδόν όλων των κομμάτων). Επιπλέον βέβαια απαιτείται η αντιμετώπιση εκκρεμών ζητημάτων αλυτρωτισμού σε όλες του τις μορφές, με νομικές δεσμεύσεις και εγγυήσεις για καλή γειτονία και αλληλοσεβασμό των δύο κρατών, πράγμα που μπορεί να επιτευχθεί με μια διεθνή συμφωνία «υπερσυνταγματικής ισχύος».
12)Η συναινετική επίλυση των προβλημάτων με το γειτονικό μας κράτος θα ωφελήσει και τις δύο χώρες, θα ενισχύσει γεωπολιτικά την Ελλάδα και θα συμβάλει στη σταθερότητα, την ειρήνη και τη συνεργασία στην ευαίσθητη περιοχή των Βαλκανίων.
13) Η λύση του ονοματολογικού, -η οποία βέβαια δεν είναι δεδομένη,- δεν πρέπει να παραπεμφθεί ξανά στις ελληνικές καλένδες. Η συγκυρία σήμερα είναι περισσότερο ευνοϊκή από παλιότερα, επειδή:
α) Η μετριοπαθής κυβέρνηση της ΠΓΔΜ υπό τον Ζ.Ζάεφ, που έχει συγκρουστεί με τις αντιδημοκρατικές πρακτικές, τον εθνικισμό και την αρχαιόπληκτη ρητορεία της προηγούμενης κυβέρνησηςτου Ν. Γκρούεφσκι. θέλει πραγματικά να λύσει τη διαφορά με την Ελλάδα. Έχει βέβαια το δύσκολο έργο να πείσει τους πολίτες της χώρας της, που εδώ και πολλές δεκαετίες μεγάλωσαν και γαλουχήθηκαν ως Μακεδόνες, πως πρέπει να προσθέσουν στο εθνικό τους όνομα ένα δεύτερο συνθετικό.
β) Η ΠΓΔΜ επιθυμεί διακαώς να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Η αποδοχή της στους διεθνείς αυτούς οργανισμούς προϋποθέτει (προς το παρόν τουλάχιστον) τη σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας
γ) Το ΝΑΤΟ επείγεται να εντάξει το γειτονικό μας κράτος στη Συμμαχία. Οι ΗΠΑ, οι Βρυξέλλες, καθώς και μια σειρά ευρωπαϊκών κρατών, το καθένα για δικούς του λόγους, ενδιαφέρονται για τον τερματισμό της εκκρεμότητας και πιέζουν προς την κατεύθυνση αυτή.
δ) Στην Ελλάδα όλες τις αντιεθνικιστικές δυνάμεις, που τέμνουν οριζόντια το πολιτικό, δημοκρατικό σύστημα επιθυμούν τη λύση του προβλήματος στη βάση ενός έντιμου και αξιοπρεπούς και για τις δύο πλευρές συμβιβασμού.
Μια τέτοια συγκυρία ίσως να μην ξαναϋπάρξει, ενώ αυτοί που ενδιαφέρονται είναι βέβαιο ότι θα βρουν τρόπο να κάνουν τη δουλειά τους και χωρίς τη δική μας συναίνεση.
14) Έτσι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα, το κρίσιμο ερώτημα, στο οποίο πρέπει υπεύθυνα κάθε πολιτική δύναμη και κάθε Έλληνας πολίτης να απαντήσει είναι: Προτιμούμε μια σύνθετη ονομασία ή το σκέτο «Μακεδονία» για τη γειτονική μας χώρα;
Θέμης Αχτσιόγλου
Δικηγόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου